Διπλωματία του ποδοσφαίρου ή εθνικός οπαδισμός;
Αν επρόκειτο να απαντήσω στο ερώτημα, που πολλοί έθεσαν με
αφορμή την ποδοσφαιρική αναμέτρηση ανάμεσα στις εθνικές ομάδες ποδοσφαίρου την
Ελλάδας και της Γερμανίας, την Παρασκευή 23 Ιουνίου στο Γκντάνσκ, θα διάλεγα το δεύτερο σκέλος. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, που γινόταν σε ιδιαίτερα φορτισμένη -πολιτικά- ατμόσφαιρα το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί με κάποιον τρόπο στην ελληνική διπλωματία. Μία
νίκη σε βάρος των γερμανών θα μπορούσε να προκαλέσει ένα κλίμα συμπάθειας αλλά δεν θα
επιδρούσε ούτε στο ελάχιστο στον οικονομικό σχεδιασμό της Γερμανίας και της
τρόικας για τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η οικονομική κρίση. Το κεφάλαιο δεν
συγκινείται από τέτοια πράγματα, παρά μόνο από υψηλές αποδόσεις και ευκαιρίες
να αυτοπολλαπλασιαστεί. Επίσης, συγκινείται ιδιαίτερα όταν οι πολιτικοί, του
προσφέρουν την ευκαιρία να φορτώσει τις ζημιές του στις πλάτες των πολιτών.
Επομένως, διπλωματική χρησιμότητα σε περίπτωση νίκης ή ήττας, δεν υφίσταται. Η
συζήτηση για την διπλωματία των σπορ γίνεται κάθε φορά που μία αναμέτρηση μεταξύ
εθνικών, κυρίως, ομάδων αντανακλά έναν –μικρό ή μεγαλύτερο-βαθμό δυσαρέσκειας
που υπάρχει ανάμεσα στις δύο πλευρές. Μία δυσαρέσκεια, που ορισμένα πρόθυμα media και από τις δύο πλευρές με εργαλεία την αμάθειά, την
βλακεία και τον φανατισμό τους, αναγάγουν σε εχθρότητα που την εμπορεύονται
δεόντως. Η ελληνο-γερμανική ποδοσφαιρική αναμέτρηση και το πλαίσιο μέσα στο οποίο
διεξήχθη, αποτέλεσε μία «ωραία ιστορία» για όλα τα media
που διψούν για ιστορίες, που δεν
χρειάζονται και πολύ ψάξιμο. Αρκεί να έχεις κάτι να πουλήσεις. Η συζήτηση για
την χρησιμότητα της διπλωματίας των σπορ ήρθε με έμφαση στην επιφάνεια το 1971,
όταν την «ανακάλυψαν» και έκαναν συχνές αναφορές σε αυτήν οι αμερικανικές
σχολές διπλωματίας και διεθνών σχέσεων. Η παρουσία του Χένρι Κίσσινγκερ στο
αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών εκείνη την εποχή, στον οποίο χρεώθηκε η
προετοιμασία του ανοίγματος των ΗΠΑ στην Κίνα, ανέδειξε αυτήν την χρησιμότητα
των σπορ. Στις 6 Απριλίου του 1971 η αμερικανική εθνικη ομάδα πινγκ πονγκ που
έπαιρνε μέρος στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στην Ιαπωνία, δέχθηκε μιά πρόσκληση να
επισκεφθεί την Κίνα με όλα τα έξοδα πληρωμένα, από την αντίστοιχη κινεζική
ομάδα. «Ε, και;» θα ρωτήσει κάποιος, γιατί είναι σπουδαίο; Γιατί βρισκόμαστε
στην καρδιά του ψυχρού πολέμου και οι σχέσεις Κίνας και ΗΠΑ είχαν παγώσει από
το 1949. Στις 10 Απριλίου του 1971 από μία γέφυρα του Χονγκ Κόνγκ –βρετανική
αποικία τότε- 9 αθλητές και τέσσερις δπλωμάτες –δύο από αυτούς είχαν μαζί και
τις συζύγους τους- έγιναν οι πρώτοι άνθρωποι που έπαιρναν άδεια εισόδου στην
χώρα του Μάο, από τότε –το 1949- που οι κομμουνιστές πήραν την εξουσία.
Εθνική
υπερηφάνεια;
Την αποστολή
συνόδευαν και δέκα αμερικανοί δημοσιογράφοι που στέλνοντας στις ΗΠΑ τις
ανταποκρίσεις τους, έδωσαν τέλος την απαγόρευση της μετάδοσης ειδήσεων από την
Κίνα, που είχε επιβληθεί στα αμερικανικά ΜΜΕ. Πολλές από εκείνες τις
ανταποκρίσεις έκαναν λόγο για την «διπλωματία του πινγκ πονγκ» και για μία
εβδομάδα από τις 11-17 Απριλίου, το αμερικανκό κοινό παρακολουθούσε την
καθημερινή εξιστόριση της επίσκεψης. Οι αμερικανοί, έπαιζαν φιλικά, έχαναν και
ξεναγούνταν στο Σινικό Τείχος, το περίφημο θερινό ανάκτορο, παρακολουθούσαν
πολιτιστικές εκδηλώσεις, μιλούσαν με εργάτες και φοιτητές, είδαν παραστάσεις
του Μπαλέτου της Καντόνας και όλη αυτή η εικόνα μεταφερόταν στις ΗΠΑ
αποκαλύπτοντας ένα πρόσωπο του άγνωστου «κόκκινου δράκου» που ήταν ελάχιστα
ανησυχητικό. Κανείς δεν ένιωσε προσβεβλημένος από τις ήττες στο πινγκ πόνγκ, σε
εκείνη την επίσκεψη που αποτέλεσε ένα παγοθραυστικό το οποίο έσπασε τον πάγο
της διπλωματικής απομόνωσης. Ετσι, με την «εκπαίδευση» και του κοινού
προετοιμάστηκε η πολύ τολμηρή πρώτη επίσκεψη, του αμερικανού προέδρου Ρίτσαρντ
Νίξον στο Πεκίνο, την επόμενη χρονιά. Εμείς, όμως, εδώ στην Ελλάδα, σε μεγάλο βαθμό και με
περισσή ευκολία αναγάγουμε τις αθλητικές διακρίσεις σε γεγονότα που θρέφουν την
εθνική υπερηφάνεια και τις ήττες σε εθνικές καταστροφές. Η υπερβολή μας σε αυτό
το πεδίο είναι παροιμιώδης. Πολλούς από εκείνους που έκαναν αρκετούς
συμπατριώτες μας εθνικά υπερήφανους το 2004, αν δεν είχαν το μετάλλιο, οι χρυσαυγίτες
θα τους είχαν ήδη μαχαιρώσει.
Ενα παιχνίδι και
μόνο.
Το ποδόσφαιρο
είναι ένα παιχνίδι και σε επίπεδο εθνικής ομάδας, οι νίκες δίνουν χαρές και όχι
εθνική υπερηφάνεια. Επίσης, μπορεί να δίνουν στεναχώρια και δεν φέρνουν
καταστροφή. Εθνική υπερηφάνεια μπορούν να δώσουν άλλα πράγματα. Περισσότερο
ουσιαστικά. Οπως το να νοιάζεσαι για τον διπλανό σου. Να βλέπεις ότι στη χώρα
σου όλοι μπορούν να έχουν πρόσβαση στην μόρφωση, την υγεία και την κοινωνική
προστασία. Οτι οι συνταξιούχοι ζουν αξιοπρεπώς και τα παιδιά δεν πεινάνε. Οτι
το σύνταγμα δεν είναι ένα νεκρό κείμενο και ότι όλοι είναι ίσοι απέναντι στον
νόμο και δεν αγοράζουν δικαστικές αποφάσεις με το πορτοφόλι τους. Μπορώ να σκεφθώ και άλλους λόγους αλλά εκεί
που όλα δοκιμάζονται περισσότερο είναι στην διαχείριση της ήττας. Ο πραγματικός
πολιτισμός που ισχυριζόμαστε ότι δώσαμε στην ανθρωπότητα, φαίνεται στις
αντιδράσεις μας στην ήττα. Είμαστε, όμως, τόσο "κακομαθημένοι" και εκπαιδευμένοι στην ελάχιστη προσπάθεια που έχουμε μάθει μόνο σε νίκες χωρίς κόπο, ιδίως όταν τις πετυχαίνουν άλλοι για λογαριασμό μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου