-"Μα πώς περπατάς επί των κυμάτων Κύριε;" τον ρώτησα.
-"Έχασα τον δρόμο" μου απάντησε.
Τ. Λειβαδίτης.
Ίσως είναι η φράση που έχει ακουστεί περισσότερο από κάθε άλλη, την τελευταία τριετία. "Η αλλάζουμε ή βουλιάζουμε". Την εκστόμισε μία ομιλούσα γελοιότης που άνετα θα έπαιρνε τον ρόλο του Αβερελ Ντάλτον, αν δεν του έβρισκαν μία πρόσκαιρη απασχόληση ως πρωθυπουργού. Η φράση, όμως, έγινε το βασικό πολιτικό - ιδεολογικό - μηντιακό επιχείρημα υπεράσπισης της πολιτικής του μνημονίου. Απόκτησε την ισχύ και τα χαρακτηριστικά μίας άλλης φράσης που ήταν χαραγμένη στα κανόνια των ηγεμόνων του μεσαίωνα. Reges ultimum factum. Το τελευταίο επιχείρημα των ηγεμόνων. Γενικώς, οι ηγεμόνες απεχθάνονται τις εναλλακτικές λύσεις, ιδίως όταν δεν τις προτείνουν εκείνοι. Προτιμούν την καλλιέργεια και διάδοση διλημμάτων, στα οποία έχεις να επιλέξεις ανάμεσα στην καταστροφή σου και την σωτηρία τους. Η φράση " ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε" είναι ένα δίλημμα αυτής της μορφής. Πώς, όμως, προέκυψε διάολε; Α, μυστηριωδώς, όταν φθάνουμε σε αυτό το σημείο (να αναζητήσουμε τα αίτια) το πρόβλημα γίνεται τοπικό, γίνεται αποκλειστικά ελληνικό. Και προκύπτουν οι διαφωτιστικές εξηγήσεις γιαουρτωμένων ("μαζί τα φάγαμε") ή κάποιες άλλες, που ενώ έχουν βάση αληθείας, αποτελούν υποσημείωση στο κεφάλαιο που αναζητά τα αίτια. Είναι καθαρό πλέον ότι αυτό που ονομάζεται "κρίση δημοσίου χρέους" προήλθε από την μετακύλιση του ιδιωτικού χρέους των τραπεζών στους προυπολογισμούς των κρατών. Αυτό συνέβη επειδή, αν οι τράπεζες χρεωκοπούσαν, το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα θα πήγαινε μία βόλτα χωρίς επιστροφή. Προκειμένου λοιπόν ο μηχανισμός παραγωγής ανισοτήτων να συνεχίσει να λειτουργεί προς όφελος εκείνων που συσσωρεύουν πλούτο, οι τράπεζες πρέπει να κερδίσουν χρόνο για να αποκτήσουν την κεφαλαιακή βάση που θα τους επιτρέψει να αντιμετωπίσουν τις απώλειές τους. Απώλειες που φορτώνονται σε εμάς, μέχρι οι τράπεζες να συγκεντρώσουν πάλι κεφάλαια σχεδόν αποκλειστικά από την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας. Ολοι εμείς, έχουμε γίνει ένα είδος "κάδου ανακύκλωσης" του υπολογιστή, στον οποίο μεταφέρθηκαν τα χρέη. Ο χρόνος που χρειάζονται οι τράπεζες, είναι όσος θα χρειαστούμε ως χώρα να αποπληρώσουμε με τους τοκογλυφικούς τόκους την "μνημονιακή δανειοδότηση". Η αλλαγή για την οποία κάνει λόγο η φράση "ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε" αφορά τον χαρακτήρα του κράτους. Τέλος τα δημόσια αγαθά. Ολα ιδιωτικά, τα οποία μάλιστα θα διαχειρίζεται το κεφάλαιο μέσω των τραπεζών, οι οποίες χωρίς αυτή την επιλογή (που εμφανίζεται ως μονόδρομος) θα βουλιάξουν στο χρέος που δημιούργησε η απληστία του κέρδους. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Το διασκεδαστικό ή αν θέλετε το τραγικό στοιχείο της ιστορίας είναι πως επειδή η Δημοκρατία δεν λειτουργεί, χρειαζόμαστε την αλλαγή της. Την βελτίωσή της. Οπωσδήποτε. Και δεν είναι καθόλου εύκολος αυτός ο δρόμος. Αλλά, κανείς δεν αναρωτιέται το προφανές. Γιατί να πάμε από την θάλασσα με ορατό τον κίνδυνο να βουλιάξουμε; Γιατί να μην πάμε από την ξηρά, όπου μπορεί να ταλαιπωρηθούμε αλλά δεν θα πνιγούμε; Μήπως γιατί αν πάμε από την ξηρά δεν θα χρειαστεί να πληρώσουμε εισιτήριο σε αυτούς που, αν πάμε από την θάλασσα, θα μας πνίξουν για να σωθούν με τα χρήματα του εισιτηρίου; Μην ρωτήσετε τον Αβερελ. Θα του αποσπάσετε την προσοχή και μπορεί να πέσει από το ποδήλατο.
Κι αν έρθει τελικά τσουνάμι; Τσάμπα η αλλαγή;;;
ΑπάντησηΔιαγραφή(Ως Άβερελ δεν τον είχα σκεφτεί ποτέ! Εύγε!)