Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι. Απλό και όμως έχει αποκτήσει την δυναμική και τα χαρακτηριστικά της θρησκείας. Ισως γιατί είναι τόσο απλό και κυρίως γιατί αποτελεί έναν άρρηκτο σύνδεσμο με την παιδική μας ηλικία. Αυτός ο σύνδεσμος είναι που μας επιτρέπει μερικές φορές να διανύουμε με την ευκολία ενός Θεού –έστω και “εικονικά”- την αντίστροφη πορεία από την σημερινή μας ωριμότητα, στο παρελθόν της παιδικότητας. Ενα παρελθόν χωρίς έννοιες, γι’ αυτό και λυτρωτικό. Οπως η τέχνη. Και το παιχνίδι είναι παιδί της Τέχνης. Περιέχει το μεγαλείο και την τραγωδία σε τόσο ίσες ποσότητες, που στο τέλος δεν μένει μέσα σου παρά η αλήθεια. Αν, όμως, είναι τέχνη γιατί δεν διδάσκεται στις ακαδημίες όλου του κόσμου όπου διδάσκονται οι “καλές τέχνες”; Γιατί, δεν είναι “τέχνη” που διδάσκεται, ειδικά σε αίθουσες –αν και εκει μπορεί, εφόσον υπάρχει διάθεση. Είναι μία “τέχνη” που ανακαλύπτεις μόνος, σε ανοικτούς χώρους. Σε δρόμους, χωράφια, αλάνες, αυλές. Ισως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός υποστήριζε ότι ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον κόσμο με το παιχνίδι και την περιπλάνηση. Το ποδόσφαιρο είναι μία arte povera. Χρειάζεται ελάχιστα και φθηνά υλικά αλλά απεριόριστη φαντασία και διάθεση. Διάθεση ποιητική. Που σου επιτρέπει, σαν τον σούπερμαν, να μεταμορφώνεσαι μέσα σε ένα ηλέφωνικό θάλαμο και να βγαίνεις Πελέ, Μαραντόνα, Κρόιφ, Ζιντάν, Χατζηπαναγής κα να τους πεθαίνεις όλους στην ντρίμπλα ή να γράφεις τους τελειότερους στίχους με μία και μόνο προσποίηση. Μπορείς να γινεις όμορφος και καταραμενος σαν τον Μπεστ η τόσο κομψός, όσο ο Δεληκάρης. Ομως, όπως στον σολίστα δεν μπορείς να στερήσεις το μουσικό όργανο, στον ζωγράφο τον χρωστήρα, στον σκηνοθέτη την μηχανή, στον γλύπτη το σφυρί, έτσι και στον ποδοσφαιριστή δεν μπορείς να στερήσεις την μπάλα. Που είναι γένους θηλυκού και επωμίζεται όλους τους ερωτικούς συμβολισμούς του φύλου της. Το γκολ στο ποδόσφαιρο, όσο τίποτε άλλο ενσαρκώνει το αναπόφευκτο. Αν κάποιος θελήσει να αποθανατίσει το τετελεσμένο, του αρκεί η εικόνα ενός τερματοφύλακα πεσμένου στο έδαφος με την μπάλα στο βάθος της εστίας του. Ερωτας και θάνατος. Τι περισσότερο να ζητήσει κάποιος από ένα παιχνίδι που μπορεί να είναι και μία απλή προσομοίωση της ζωής; Το έχουν αποκαλέσει και μπαλέτο της εργατικής τάξης. Για τον Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα ήταν όπλο της επανάστασης. Για τον Καμύ, η μπάλα ήταν η ίδια η ζωή που ποτέ δεν έρχεται όπως την περιμένεις. Για τον Παλμίρο Τολιάτι, ένας λόγος τόσο σοβαρός που προτίμησε ένα παιχνίδι της αγαπημένης του Γιουβέντους από την συνεδρίαση του Πολιτικού γραφείου. Για τον Κομαντάντε Μάρκος είναι η ίδια η επανάσταση. Για τον καθένα μας είναι κάτι διαφορετικό αλλά εξίσου μαγικό. Είναι το παιχνίδι που μας μεταμορφώνει σε ήρωες. Μας ανεβάζει ένα σκαλί πάνω από την ζωή, σαν μία θεατρική παράσταση –πάντα την ίδια- που γίνεται ταυτόχρονα σε χιλιάδες μέρη του κόσμου και στην οποία πρωταγωνιστούν εκατομμύρια άνθρωποι –μικροί που θέλουν να μεγαλώσουν και μεγάλοι που θέλουν να γίνουν παιδιά-και της οποίας το τέλος δεν έχει γραφτεί ακόμη. Και ούτε πρόκειται να γραφτεί ποτέ. Kαι επειδή η ζωή μοιάζει με μπάλα ευνοεί τους αυτοσχεδιασμούς και επιβραβεύει εκείνους που δείχνουν την μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής. Η ζωή, θέλει δύναμη για να ξεπεράσεις τις δυσκολίες και πάντα, το παιχνίδι και η τέχνη λειτουργούν σαν σωσίβιο. Πολλές φορές και σαν βατήρας. Το καίριο σε αυτή την περίπτωση, είναι ο άνθρωπος που χωρίς την δική του δράση ούτε η τέχνη μπορεί να υπάρξει, ούτε το παιχνίδι. Οσοι βρίσκουν την ομοιότητα «βλάσφημη», ας αναλογιστούν τις άπειρες δοκιμές του χορευτή πριν βγει στην σκηνή, της ορχήστρας πριν ερμηνεύσει το έργο, του ηθοποιού πριν μπορέσει να παρουσιαστεί μπροστά στο κοινό, του ζωγράφου που κάνει άπειρα σχέδια πριν το τελικό ή του ποδοσφαιριστή που προετοιμάζεται για το ντέρμπι.
Κάθε τέσσερα χρόνια, το μουντιάλ, εκείνο που κάνει είναι να κινητοποιεί την διαδικασία των αναμνήσεων και να γεννά την ελπίδα ότι αυτό το μουντιάλ, θα είναι το καλύτερο. Καλύτερο ακόμη και απο το ακριβότερο διαμάντι του στέμματος. Το μουντιάλ του Μεξικού το 1970. Εχει ιδιαίτερη σημασία ότι οι πιο αξιομνημόνευτες στιγμές του παγκοσμίου κυπέλλου του 1970, δεν ήταν καθαρά ανταγωνιστικές. Η λόμπα του Πελέ από την σέντρα στο παιχνίδι με την Τσεχοσλοβακία, που δεν έγινε γκολ. Η πάλι εκείνη η ονειρεμένη του προσποίηση στον τερματοφύλακα της Ουρουγουάης, Λαντισλάο Μαζούρκιεβιτς στον ημιτελικό και το πλασέ του στη συνέχεια που έφυγε μόλις άουτ. Ακόμη και το φημισμένο γκολ του Κάρλος Αλμπέρτο Τόρρες στον τελικό σημειώθηκε 4 λεπτά πριν την λήξη και ενώ το αποτέλεσμα είχε ήδη κριθεί. Ολες αυτές ήταν εκδηλώσεις ενός παιχνιδιού που βαδίζει χέρι χέρι με την τέχνη. Δεν ήταν κάποιες ξεχωριστές στιγμές που καθόρισαν το αποτέλεσμα αλλά σκηνές ενός εργου, που ξεπερνούσαν ακόμη και το ίδιο το παιχνίδι του οποίου ήταν μέρος. Ετσι, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι την Βραζιλία δεν θα την θυμάται σαν νικήτρια του παγκοσμίου κυπέλλου αλλά σαν μία μαγική μηχανή παραγωγής ονειρικών υπερβολών. Αυτή, λοιπόν, την μαγική μηχανή που είναι το παιχνίδι, ο καπιταλισμός μετέβαλε σε προιόν για να ακυρώσει την απελευθερωτική του δύναμη. Χάρη στην τηλεόραση, οι άνθρωποι έμαθαν να παρακολουθούν το παιχνίδι αντί να συμμετέχουν. Να υιοθετήσουν μία παθητική στάση απέναντι στο παιχνίδι, όπως ακριβώς συνέβη και στην πολιτική. Περιορισμός συμμετοχής, πολιτικοποίηση του καναπέ. Ετσι, η πολιτική καταναλώνεται όπως το ποδόσφαιρο, μέσω της τηλεόρασης. Γίνεται ένα προιόν που υπακούει τους κανόνες του εμπορίου και της συναλλαγής, πράγμα που στερεί και στο ποδόσφαιρο και στην πολιτική τις δυνατότητες που έχουν να μας απογειώσουν.Και μπορεί ο καπιταλισμός να τα καταφέρει να μεταμορφώσει –αν δεν το έχει ήδη κάνει- το παιχνίδι σε προιόν που διακινείται μέσα στα μεγάλα και σύγχρονα γήπεδα. Αλλά όχι έξω από αυτά. Αλλωστε, τόσοι πλανήτες δείχνουν ότι το ποδόσφαιρο ήταν το παιχνίδι που γέμιζε τις ατελείωτες ώρες ανίας του Θεού, πριν γίνει ο κόσμος. Και για έναν φίλο μου, που είναι άθεος , το big bang δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα σουτ στο οποίο η μπάλα βρήκε το δοκάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου