ΚΑΡΙΜ.
Μία εβδομάδα μετά το Πάσχα. Στην αίθουσα τελετών του δημαρχείου είχε
συγκεντρωθεί κόσμος. Ενας υφυπουργός, οι βουλευτές του νομού, δημοσιογράφοι και
τηλεοπτικά συνεργεία από την πρωτεύουσα, ο μητροπολίτης, αρκετοί από εκείνους
που χαρακτηρίζονται «παράγοντες του τόπου», κάποιοι περίεργοι και οι κλακαδόροι
του δημάρχου. Ηταν το δικό του σόου άλλωστε. Σε τέσσερις μήνες θα γίνονταν οι
δημοτικές εκλογές. Κυνηγούσε την επανεκλογή με την επιθετικότητα καρχαρία που
μυρίζει αίμα. Το κοινοτικό χρήμα που είχε πέσει τελευταία στην πόλη για να
πολεμηθεί η οικονομική κρίση, τραβούσε καθε λογής αρπακτικά. Τα εγκαίνια του
ξενώνα αστέγων που «συνέπεσαν» σχεδόν με την εξιχνίαση του τριπλού εγκλήματος,
συμβάντος πρωτοφανούς στην ιστορία της πόλης, ήταν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία
για προβολή. Δεύτερης τάξεως. Είχε προηγηθεί η φιέστα με τα εκατό αρνιά την
μέρα του Πάσχα. «Για τους άστεγους και όσους δοκιμαζονται». Μία υπενθύμιση
στους ψηφοφόρους για την ώρα της κάλπης.
Ο διοικητής της αστυνομίας, αστυνομικός διευθυντής Α Κωνσταντίνος
Μπαρούτας, βρισκόταν κι’ αυτός εκεί. Είχε πάρει μία εβδομάδα ενωρίτερα,
υπηρεσιακώς, τα δικά του εύσημα. Του τηλεφώνησε, μάλιστα και ο ίδιος ο υπουργός
για να τον συγχαρεί. Ηλπιζε τα εύσημα να εξαργυρώνονταν σε επιμήκυνση της
παραμονής του στη θέση που είχε εδώ και πέντε χρόνια, μέχρι την συνταξιοδότηση.
Τα είχε καταφέρει καλά ως τώρα χάρη στις διασυνδέσεις του δημάρχου -πρώην
συναδέλφου στο σώμα- και σε δυο δικές του άκρες στο υπουργείο. Με τον δήμαρχο
ήταν, πλέον, σαν το δάχτυλο με την βέρα. Η εταιρεία Prologo που είχαν συστήσει ο γαμπρός του με τον
αδελφό της γυναίκας του δημάρχου, ήταν μία δυναμική εταιρεία εφοδιασμού,
προβολής και μελετών. Ηταν η εταιρεία που είχε προσφερει τα αρνιά για το γλέντι
του Πάσχα. Εταιρεία Κερδοφόρα. Ο
Μπαρούτας, φυσικά, είχε συμμετοχή στα κέρδη της Prologo. Και στα φανερά και στα «κρυφά». Αυτά που
έρχονταν από το παλιό και έρημο εργοτάξιο του δήμου, για του οποίου την
προστασία φρόντιζε ο ίδιος ο Αστυνόμος. Εκεί βρισκόταν μία μικρή «βιοτεχνία»
επεξεργασίας της κοκκαίνης και της κάνναβης που έφερναν οι ιταλοί λαθρέμποροι,
με το ιστιοπλοικό. Η Prologo,
που ενίσχυε οικονομικά την εθνικιστική νεοναζιστική οργάνωση που στήριζε τον
δήμαρχο, πέραν όλων των άλλων, λειτουργούσε μία χαρά και σαν πλυντήριο χρήματος
αλλά αυτό, το γνώριζαν μόνον εκείνοι που έπρεπε.
Τους φύλακες του εργοταξίου είχε στρατολογήσει ο Μπαρούτας από την μεγάλη
παλέτα της νύχτας. Ενα, δήθεν, ζευγάρι μεσήλικων που τους κτύπησε η κρίση,
έμειναν άστεγοι και χωρίς δουλειά αλλά ο δήμος τους ανέθεσε την φύλαξη των
εγκαταστάσεων. Μία φορά την εβδομάδα, η Prologo φρόντιζε για τον εφοδιασμό του ζευγαριού με
τρόφιμα ή ό, τι άλλο χρειάζονταν. Κάποιος που θα έβλεπε τα πακέτα που άλλαζαν
χέρια, δεν θα μπορούσε να εξηγήσει, γιατί η Prologo παρέδιδε τόσα πολλά τρόφιμα και αναλώσιμα για δύο
μόλις άτομα. Βλέπεις, στην «βιοτεχνία», δούλευαν άλλα έξι άτομα. Δύο επιπλέον
φύλακες και τέσσερις φυλακισμένες νεαρές μετανάστριες σε ενα υπόγειο του παλιού
εργοταξίου που φυσικά, δεν «υπήρχε».
Ο Μπαρούτας κοιτούσε την αίθουσα που έχει γεμίσει ασφυκτικά και σκεφτόταν
πόσο κινδύνευσαν όλα να τιναχτούν στον αέρα πριν τρεις μήνες, σχεδόν, με
ανυπολόγιστες συνέπειες για τον ίδιο και για τον δήμαρχο. Κατ’ επέκταση και για
την ίδια την πόλη. Ευτυχώς που ο Γκιόκας, ο φύλακας, τον ειδοποίησε με το
κινητό αμέσως όταν πήγε εκείνος ο μαλάκας ο λοχίας Νταούλης, με άλλους δύο. Νόμισαν πως
θα μπορούσαν να ξεφορτωθούν εκεί το πτώμα του Καρίμ, του κωλόπαιδου του
νιγηριανού που ηθελε να παίξει και στην εθνική. Αμέσως μετά το τηλεφώνημα,
έδωσε τις βασικές οδηγίες και πήγε ο ίδιος εκεί να φροντίσει ώστε να μην
ξεφύγουν τα πράγματα. Ο Γκιόκας είχε μείνει μέσα στο κεντρικό κτίριο της
εγκατάστασης με κλειστά παράθυρα, χωρίς φως και με την πόρτα κλειδωμένη από
μέσα, έτσι δεν μπορούσε να δει καθαρά, έξω. Ευτυχώς οι φονιάδες που πίστευαν
ότι δεν έμενε κάποιος εκεί, τα έκαναν όλα βιαστικά. Εσπασαν το λουκέτο της
εξώπορτας και έριξαν το πτώμα στην μικρή ξύλινη αποθήκη των εργαλείων που
βρισκόταν δίπλα στην είσοδο. Μετά, αφού λογομάχησαν λίγο, έβαλαν φωτιά για να
εξαφανίσουν τα στοιχεία και έφυγαν αμέσως. Η μπόρα που ξέσπασε λίγο αργότερα,
τους χάλασε τα σχέδια αλλά ήταν επικίνδυνο να επιστρέψουν για να βεβαιωθούν ότι
το πτώμα είχε καεί.
Την ταυτότητά των τριών, ο Μπαρούτας την ανακάλυψε αργότερα χάρη στην εμπειρία
του, τον τρόπο που χειρίστηκε την κατάσταση και την μυστηριώδη βοήθεια ενός
αγνώστου. Ενα σημείωμα μέσα σε ένα κίτρινο φάκελο, με την ένδειξη «προσωπικό»,
που ειχαν αφήσει γι΄αυτόν, στο γραφείο του. Πάνω σε ένα λευκό χαρτί τυπωμένη με
γράμματα γραφομηχανής («μα καλά, ποιός χρησιμοποιεί γραφομηχανή στις μέρες
μας;» είχε αναρωτηθεί τότε) βρισκόταν η άκρη του μίτου. Στο χαρτί υπήρχαν το
νούμερο ενός στρατιωτικού οχήματος, η ημερομηνία που πετάχτηκε στην αποθήκη το
πτώμα του Καρίμ, η ώρα και οι λέξεις «δύο πολίτες» και «λοχίας Νταούλης».
Τίποτε άλλο. Κανείς δεν ήξερε πως έφθασε ο φάκελος στην αστυνομική διεύθυνση,
στο γραφείο του. Καμία ένδειξη για την ταυτότητα του αγνώστου. Αυτό το
τελευταίο δεν άφηνε τον Μπαρούτα σε ησυχία. Ο άγνωστος είχε δει. Αναμφίβολα. Το
ότι ήταν τρεις οι δράστες και η ώρα που συνέβη το γεγονός, είχαν μείνει κρυφά
από τους δημοσιογράφους. Ποιός ήταν, όμως ο άγνωστος και τι επιδίωκε; Βρισκόταν
άραγε, σήμερα μέσα στην αίθουσα; Θα διεκδικούσε κάτι; Θα το μάθαινε αργά ή
γρήγορα.
Στους δύο μήνες που διήρκεσε η έρευνα μέχρι να παραλαβει τον κίτρινο
φάκελο, δύο ακόμη πτώματα βρέθηκαν στο δρόμο του. Αυτές οι δύο δολοφονίες,
κανονικά, δεν θα τον απασχολούσαν καθόλου. Τα θύματα όμως είχαν την ίδια
καταγωγή με τον Καρίμ, πράγμα που μεγάλωσε τον ντόρο για «ρατσιστικά»
εγκλήματα, λες και είναι ρατσισμός να θες ο τόπος σου, να μείνει καθαρός,
ασφαλής, να σου ανήκει. Οπως προέκυψε στη συνέχεια, οι δολοφονίες έγιναν για να
καλύψουν εκείνη του νεαρού νιγηριανού, χωρίς τα θύματα να έχουν καμία σχέση
μεταξύ τους. Ο Νταούλης διάλεξε τα θύματα ελπίζοντας να φορτωθούν μαζί με τον
Καρίμ στους νεοναζί. Οι τηλεοράσεις είχαν ήδη φτιάξει το κλίμα. Ο Μπαρούτας,
πίστευε ότι οι λαθρομετανάστες είχαν εισβάλλει στην χώρα του και απειλούσαν την
τάξη των πραγμάτων. Δεν θα επέτρεπε να διαταραχθεί υτή η τάξη και να
κατηγορηθούν άδικα, οι μόνοι που είχαν καταλάβει το μέγεθος της απειλής και την
αντιμετώπιζαν.
Οταν έγινε γνωστή η ταυτότητα του πτώματος, ξεσηκώθηκε όλο το μηντιακό
σύμπαν της πρωτεύουσας και πολλοί μίλησαν για ρατσιστικό έγκλημα, συσχετίζοντάς
το με τα υψηλά ποσοστά του κόμματος των νεοναζί, στην πόλη. Ο Καρίμ, παιδί οικονομικών μεταναστών
που είχαν μπει κρυφά στη χώρα, γεννήθηκε εδώ και πήγαινε σχολείο. Προικισμένος
με ένα σπάνιο ποδοσφαιρικό ταλέντο από μία αλάνα κοντά στα τουβλαδικα, τα
εργαστήρια παραγωγής τούβλων που ήταν κάποτε σήμα κατατεθέν της πόλης, βρέθηκε
στην τοπική ομάδα και από εκεί στην εθνική νέων, όπου έλαμψε το ταλέντο του. Οι
αθλητικές εφημερίδες γράφανε πληροφορίες ότι είχε ήδη πουληθεί για τρία
εκατομμύρια σε μεγάλη γερμανική ομάδα και θα έφευγε το καλοκαίρι που θα έκλεινε
τα δεκαοχτώ. Αλλά δεν πρόλαβε.
Στην επαγγελματική ομάδα ο Καρίμ ήταν μόλις τέσσερις μήνες και δεν είχε
φίλους. Επιφυλακτικός και λιγομίλητος, μετά τα παιχνίδια και τις προπονήσεις,
γύρναγε αμέσως σπίτι με το ποδήλατό του. Δεν είχε τσακωθεί ποτέ και με κανένα
αν και έγινε λόγος για ένα ασήμαντο επεισόδιο στην προπόνηση. Ο ανηψιός του
διοικητή της στρατιωτικής σχολής που αγωνιζόταν στην ίδια ομάδα και επέστρεφε
στην αγωνιστική δράση μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό, ήταν το άτομο που
εμπλεκόταν στην παρεξήγηση. Τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον Καρίμ, ο Ηλίας
αρκετά δημοφιλής ίδίως στις κοπέλες, σπούδαζε, δηλαδή κωλοβαρούσε στο τμήμα της
Φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου που βρισκόταν στην πόλη. Δεν είχε δώσει
αφορμές για κάτι αξιοπρόσεκτο, εκτός από κάποιες παρουσίες σε δυο τρεις
εκδηλώσεις των νεοναζί στο Πανεπιστήμιο, χωρίς να εμπλακεί σε κάποια σύγκρουση
ή σε βίαιο επεισόδιο. Ζούσε με την μητέρα του, που είχε μεγάλη οικονομική άνεση
χάρη στο διαζύγιό της από έναν πολύ γνωστό οικονομικό παράγοντα της χώρας.
Εμεναν μάλιστα σε μία μεζονέτα, κοντά στην στρατιωτική σχολή. Ο Σεράφογλου,
ένας εξαίρετος στρατιωτικός όπως έλεγαν, ήταν διοικητής της στρατιωτικής
σχολής, που είχε την έδρα της στην πόλη. Ο χαρακτηρισμός που συνόδευε τον
συνταγματάρχη ήταν το «παγωμένος και κοφτερός σαν νυστέρι αλλά δίκαιος».
Στην αρχή, είχε περάσει από το μυαλό του Μπαρούτα η ιδέα ότι ο μικρός θα
μπορούσε να είχε για κίνητρο την θέση του στην ομάδα. Δεν ήταν, όμως,
τύπος που θα έκανε φόνο. Ηταν πολύ δειλός για τέτοια δουλειά, σε αντίθεση με
τις κρυφές του παρέες. Τρεις μέρες αφότου είχε πάρει εκείνο τον κλειστό κίτρινο
φάκελο με το όνομά του και την ένδειξη «προσωπικό», είχε βρεί την άκρη του
νήματος που θα τον οδηγούσε στον Νταούλη και τον αδερφό του, που έκαναν και
τους τρεις φόνους. Είχε επικοινώνήσει με το στρατόπεδο της σχολής και μίλησε με
τον Επόπτη στρατοπέδου, έναν έφεδρο δόκιμο. Ο Σεράφογλου έλειπε στο ΓΕΣ στην
πρωτεύουσα ενώ είχε αποχωρήσει και ο υποδιοικητής. Ζήτησε να μάθει αν είχε
κυκλοφορήσει απόγευμα, εκτός στρατοπέδου, κάποιο στρατιωτικό όχημα, γιατί είχαν
μία καταγγελία για εγκατάλειψη θύματος τροχαίου, που ήταν μάλιστα αστυνομικός ο
οποίος δεν κινδύνευε πλέον. Εδωσε την ημερομηνία της δολοφονίας του Καρίμ,
φροντίζοντας να «ψαρώσει» τον δόκιμο, δίχως να τον τρομάξει και φυσικά να
αναφέρει ότι η αναζήτησή του σχετίζεται με την δολοφονία. Δύο ώρες μετά, ο
δόκιμος του έδωσε τον αριθμό του στρατιωτικού τζιπ του διοικητή και ενός ακόμη
που βγήκε από το στρατόπεδο για κάποιες συγκεκριμένες δουλειές, εντός πόλης
αλλά, όπως του είπε στο τηλέφωνο ο δόκιμος, αν είχε συμβεί κάτι θα είχε
αναφερθεί. Ο Μπαρούτας, ευχαρίστησε και απάντησε ότι μάλλον θα επρόκειτο για
παρεξήγηση. Το νούμερο που είχε στείλει ο άγνωστος πληροφοριοδότης, ήταν ίδιο
με εκείνο του οχήματος που «είχε βγει στην πόλη για δουλειές».
Αμέσως, έστησε το δίχτυ παρακολούθησης του Νταούλη αφού δεν ήθελε να βάλει
στο παιχνίδι την στρατιωτική αστυνομία. Δεν περίμενε όμως ότι θα έπεφτε πάνω
στον ανηψιό του Σαράφογλου, τον Ηλία. Μετά από ένα παιχνίδι κυπέλλου με μία ομάδα μικρότερης
κατηγορίας που έληξε ισόπαλος, ο Νταούλης, που τον είχαν εντοπίσει και
παρακολουθούσαν ήδη στις κινησεις του εκτός στρατοπέδου, περίμενε έξω από τα
αποδυτήρια με τρεις κοπέλες για να πάρουν αυτόγραφο από τον Ηλία. Ηταν το πρώτο
παιχνίδι μετά τον τραυματισμό του, που έπαιξε. Μπήκε αλλαγή και έχασε πέναλτι.
Μάλιστα, ο Νταούλης που συνόδευε τις κοπέλες κάποια στιγμή πήρε απόμερα τον
Ηλία και κάτι του είπε. Τρεις ώρες μετά, λίγο πριν τις 11 το βράδυ συναντήθηκαν
για ένα δεκάλεπτο, κοντά στα τουβλάδικα, στον τσιγγάνικο συνοικισμό.
Ο Μπαρούτας αμέσως μόλις του
ανέφεραν την συνάντηση κατάλαβε ότι η σχέση του Ηλία με τον Νταούλη, ήταν το
κλειδί. Η παρακολούθηση και του μικρού μπήκε στο πρόγραμμα και το επόμενο βράδυ
συναντήθηκε πάλι με τον Νταούλη, κοντά στα τουβλάδικα. Τότε ήταν που αποφάσισε
να συναντήσει τον Σεράφογλου. Του τηλεφώνησε το επόμενο πρωί και του ζήτησε να
συναντηθούν εκτός υπηρεσίας, το βράδυ της ίδιας ημέρας, για ενα «λεπτό» ζήτημα.
Η συνάντηση στο σπίτι του Σεράφογλου ήταν σύντομη. Του είπε πως επειδή υπήρχαν
κάποιες ενδείξεις για την εμπλοκή του μικρού στην δολοφονία του Καρίμ, θα τον
καλούσε στο γραφείο του την επομένη για μία διερευνητική κουβέντα. Ο Σεράφογλου,
με ψυχρή ευγένεια, τον ευχαρίστησε για την ειδοποίηση και του ζήτησε να κάνει
ότι προβλέπει ο νόμος και το καθήκον του. «Για μένα θα ήταν αδιανόητη κάθε χάρη
ή εξυπηρετηση. Στις δημοκρατίες, ο Νόμος, πρέπει να ισχύει για όλους και όλοι
είναι ίσοι απέναντί του» του είπε. «Ανεξαρτήτως καταγωγής, αξιώματος ή
χρώματος».
Αυτό, το τελευταίο ακούστηκε κάπως περίεργα, στ’ αυτιά του Μπαρούτα.
Εκείνο, όμως, που του έκανε εντύπωση ήταν η ψυχρότητα του Σεράφογλου για την
τύχη του ανηψιού του. «Παγωμένος και κοφτερός σαν νυστέρι» σκέφτηκε ο αστυνόμος
βγαίνοντας από το σπίτι του συνταγματάρχη. Το επόμενο πρωί, έφεραν τον ανηψιό
του Σαράφογλου στο γραφείο του. Από εκείνη την στιγμή και μετά, η διερεύνηση
κύλησε όπως το νερό του χείμαρου, μετά την νεροποντή. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο
με όσα στοιχεία είχε να τρομοκρατήσει τον μικρό, που στην αρχή έκανε τον άνετο
και ενοχλημένο αλλά έσπασε σαν οδοντογλυφίδα και τα ξέρασε όλα. Για τα στημένα
κόλπα σε παιχνίδια του ποδοσφαιρικού στοιχήματος με την ομάδα της πόλης, στα οποία
είχε πάρει μέρος. Για το νταραβέρι που έκανε ο Νταούλης ο οποίος είχε μεγάλα
χρέη στον τζόγο. Είχε την βοήθεια του αδελφού του ο οποίος ηταν παράγοντας
διαιτησίας και την συνδρομή ενός κοινού τους φίλου, ενός γεωργιανού που ήταν
μπράβος σε ένα μαγαζί της πρωτεύουσας, όπου είχε έδρα το κυρίως κύκλωμα. Ο
μικρός το έκανε για τα χρήματα. Ξόδευε προσεκτικά και σχεδίαζε να φύγει από το
σπίτι γιατί η μητέρα του δεν του έδινε αρκετά να σκορπά και μισούσε τον θείο
του. Τον Καρίμ, τον σκότωσαν γιατί αρνήθηκε να κάνει ότι και ο Ηλίας, όταν πήρε
την θέση του στην ομάδα. Δεν ήθελαν να τον σκοτώσουν αλλά όπως τον κτύπησαν
λίγο για να τον φοβήσουν, έπεσε και κτύπησε στο κεφάλι. Ετσι ισχυρίστηκε ο
μικρός ότι του είπε, ο Νταούλης, επειδή ο ίδιος δεν πήρε μέρος στη δολοφονία,
ούτε είχε πάει μαζί τους στο αμαξοστάσιο. Μετά την ομολογία του Ηλία, ο
Μπαρούτας διέταξε να κρατήσουν τον μικρό στο γραφείο του φρουρούμενο, έδωσε
εντολή να συλληφθεί ο Νταούλης και εφυγε αμέσως για την στρατιωτική σχολή να
συναντήσει τον Σεράφογλου. Ο συνταγματάρχης, τον δέχθηκε αμέσως στο γραφείο
του. Ευρύχωρο, φωτεινό, με μία μεγάλη βιβλιοθήκη, μία τροπαιοθήκη και ένα
μικρότερο γραφείο, δίπλα στο παράθυρο. Δύο τυπικές πολυθρόνες επισκεπτών
μπροστά από το γραφείο του συνταγματάρχη, με ένα μικρό τραπεζάκι ανάμεσά τους.
Πίσω από το γραφείο, στον τοίχο, υπήρχαν μία εικόνα του Χριστού και από κάτω το
έμβλημα της σχολής. Μόλις ο αστυνόμος μπήκε μέσα, ο Σεράφογλου, έκλεισε έναν
φορητό υπολογιστή που βρισκόταν μπροστά του και σηκώθηκε. Παράλληλα, έδωσε εντολή
σε έναν δεκανέα που καθόταν στο μικρό γραφείο με την γραφομηχανή, να σταματήσει
την δακτυλογράφηση και να τους αφήσει μόνους. Ο αστυνόμος, του εξήγησε όσα
είχαν προηγηθεί και τον ενημέρωσε για την επικείμενη σύλληψη Νταούλη για να
διευθετηθεί το θέμα των αρμοδιοτήτων με την στρατιωτική αστυνομία. Ο Σεράφογλου
δέχθηκε τα νέα ατάραχος, τον ευχαρίστησε και του είπε πως θα ειδοποιούσε την
αδελφή του. Κατόπιν, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.
Ο Μπαρούτας, κοιτούσε ξανά την αίθουσα που χειροκροτούσε τον δήμαρχο και
σκεφτόταν ότι το μέλλον τους, οι ζωές τους, η δική του και του δήμαρχου,
θα συνεχίζονταν αδιατάρακτες
επειδή τρεις λαθρομετανάστες βγήκαν από την μέση. Τρείς ξένοι που δεν τους
πήραν ό,τι είχαν φτιάξει με τόσο κόπο και κίνδυνο. Οσο σκεφτόταν, όμως, εκείνη
την ημέρα στο γραφείο του Σεράφογλου, υπήρχε κάτι απροσδιόριστο, που τον
ενοχλούσε και δεν μπορούσε να το εντοπίσει. Κάτι που έμενε κρυμμένο όπως ο
άγνωστος πληροφοριοδότης. Θα περίμενε. Ο χρόνος, ήξερε, ότι ήταν σαν θαλασσινό
νερό. Η άνωση πάντα σπρώχνει τα αντικείμενα προς την επιφάνεια.
Εφτασε στο αγαπημένο του μέρος. Το παρατηρητήριο πυρκαγιάς στο πευκοδάσος,
πίσω από το στρατόπεδο. Εδώ δεν θα τον εντόπιζε ο συρφετός των καναλιών που
είχε πλημμυρίσει την πόλη. Δεξιά του, απλωνόταν το κομμάτι του δάσους πίσω από τον φάρο και μπροστά, μετά το
απόκρημνο τελείωμα του λόφου, το πέλαγος. Αριστερά, στο τέλος του κατήφορου της
πλαγιάς βρισκόταν το εργοτάξιο του Δήμου, στο μεγάλο ξέφωτο. Ενας χωματόδρομος,
ομαλός ξεκινούσε από εκεί και έκανε μια μεγάλη στροφή πριν χαθεί πάλι στο δάσος
και συνεχίσει στο πίσω μέρος της πλαγιάς, όπου δεν είχε ορατότητα. Ερχόταν εδώ,
όποτε μπορούσε και παρατηρούσε για ώρα αμίλητος με τα κυάλια τη θάλασσα λες και
περίμενε κάτι να φανεί. Η απήγγειλε από στήθους τον «επιτάφιο» του Θουκυδίδη.
Ξεκινούσε από ένα τυχαίο σημείο του κειμένου και το ολοκλήρωνε κάνοντας κύκλο.
Αυτή την φορά, ο συνταγματάρχης Σεράφογλου ξεκίνησε από την αρχή της τριακοστής
εβδόμης παραγράφου. «..Χρώμεθα γαρ πολιτεία ου ζηλούσι τους των πέλας νόμους παράδειγμα
δε μάλλον αυτοί όντες τισίν ή μιμούμενοι εταίρους. Και όνομα μεν...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου