Έτρεχες κυνηγώντας τον χρόνο που γυρίζει την γη. Εμένα έτρεχαν τα δάκρυα. Από τα γέλια. Τα δικά σου πικρά δάκρυα, αλλά αυτή η γεύση μου έλειπε όταν ήμουν παιδί. Θα μάθαινα πολύ αργότερα ότι ο καθένας πορεύεται με ότι έχει.
Αγόραζες καλωσύνη για λογαριασμό μας, πλήρωνες "τοις μετρητοίς και εξ ιδίων" αλλά ούτε καν σου περνούσε από τον νου, πως έτσι, άνοιγες μία πόρτα. Εμπαινες στο πάνθεον και γινόσουν ένας ακόμη "ωραίος ως Ελλην". Έπαιρνες την θέση σου στην μυθολογία των ηρώων μας.
Πετούσες στους δάνειους ουρανούς της ηλικίας μας για να προλάβουμε να δούμε την ταινία μέχρι τέλους. Πριν κοπεί η πολυκαιρισμένη κόπια που λαμποκοπούσε με εκείνην την ασπρόμαυρη ξεροκεφαλιά ενός Βαλκάνιου Τσάπλιν.
Σαν του άγιους του Θεόφιλου, στον ύπνο μας, σε βλέπαμε πολύχρωμο καθώς γινόσουν οι λέξεις που λείπουν από το βαλς των ονείρων. Μετά, κάποιος σκάλιζε πάνω στην σκληρή πέτρα της ανιδιοτέλειας τη μορφή σου, μόνο και μόνο για να προκαλέσει ένα ευεργετικό ψιλόβροχο διφορούμενης ερμηνείας.
Και με ζωή και με θάνατο.
Ομως, ήρθε η ώρα να ντυθείς κανονικά πια. Τα φτερά είναι στο νούμερό σου. Αλλά το υποσχέθηκες. Θα πετάς σαν άγγελος όχι σαν Βέγγος. Εντάξει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου